Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2014

«Η ακύρωση μιας παρέλασης». Το νέο, επίκαιρο άρθρο του Διονύση Παρούτσα

Ημέρα συγκινήσεων η χτεσινή επέτειος της 28ης Οκτωβρίου. Για όποιον έμεινε σπίτι και προτίμησε τη θαλπωρή του τζακιού η δυναμική παρέλαση της Θεσσαλονίκης, ο θόρυβος του αεροπλάνου της επίδειξης και τα εμπνευσμένα λόγια του πιλότου, δημιούργησαν ένα έντονο συναίσθημα εθνικής περηφάνιας και ένα δικαιολογημένο αίσθημα ασφάλειας, κάτι άλλωστε που θα ήταν και ο στόχος των διοργανωτών της παρέλασης, με όσα τεκταίνονται αυτή τη στιγμή στην Κύπρο.
623






















Εντούτοις για τον γράφοντα οι συγκινήσεις δεν σταμάτησαν εκεί. Λίγο μετά τη λήξη της παρέλασης στη Θεσσαλονίκη, χτύπησε το τηλέφωνο και στην άλλη άκρη ήταν ένας καλός φίλος, ο Βαγγέλης, άνθρωπος με εγνωσμένη κριτική σκέψη και πολλές ευαισθησίες. Σχεδόν μαινόμενος καταφέρθηκε επί παντός υπευθύνου από εκείνους που έλαβαν την απόφαση να μη γίνει η χτεσινή παρέλαση στο Καρπενήσι. Δεν στάθηκε δυνατόν να ακούσει κανένα επιχείρημα υπεράσπισης σχετικά με την απόφαση αυτή και, για εκείνον, λίγη βροχή δεν ήταν δυνατό να εμποδίσει την απότιση του φόρου τιμής προς τους ήρωες. Ούτε λίγο ούτε πολύ απαίτησε την παραίτηση όποιου έφερε την ευθύνη για την ακύρωση.
Θεώρησα το περιστατικό μεμονωμένο και έτσι είχε το ζήτημα ως το μεσημέρι, όταν μίλησα με άλλον φίλο, το Χρήστο, άνθρωπο εξίσου εγνωσμένης κριτικής σκέψης, αν και όχι τόσο… ευαίσθητο. Η οπτική του Χρήστου ήταν ότι "οι νεαροί που βγήκαν μες στη βροχή για να πάνε στην καφετέρια, δεν θα πάθαιναν τίποτα αν προηγουμένως είχαν παρελάσει". Και αυτή ήταν η ήπια πλευρά της άποψής του διότι η έντονη περιελάμβανε νύξεις περί τζιχαντιστών, εξωτερικών κινδύνων, επικίνδυνου εφησυχασμού  κτλ.
Το απόγευμα η ΝΕΡΙΤ έδειξε έναν παππού 93 χρονών από τη Φουρνά, ονόματι Μάργαρη να διηγείται την εμπειρία του από το αλβανικό μέτωπο. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, ήταν στη Φουρνά υπάλληλος του Τηλεγραφείου. Το βράδυ πριν την κήρυξη του πολέμου είχε ξενυχτίσει και δεν σηκώθηκε πρωί να πάει στη δουλειά. Την έκανε κοπάνα με αποτέλεσμα οι Φουρνιώτες να αργήσουν λίγο να μάθουν το γεγονός και ο ίδιος να φάει μια άσχημη κατσάδα από τον προϊστάμενό του. Ήταν δηλαδή σαν τους σημερινούς νεαρούς, δίχως καμιά ιδιαίτερη αίσθηση υπευθυνότητας.
Όταν πήγε στο μέτωπο, λόγω ειδικότητας, δεν σκότωσε κανέναν Ιταλό, η εργασία του ήταν στις πίσω γραμμές υπεύθυνος για τις επικοινωνίες και τα γράμματα. Δουλειά του ήταν να προωθεί τα γράμματα και τα χρήματα που έστελναν οι πολίτες στους στρατιώτες και να κρατάει αυτά που επιστρέφονταν είτε γιατί οι παραλήπτες ήταν άγνωστοι είτε γιατί είχαν σκοτωθεί. Ουσιαστικά, δηλαδή, δουλειά γραφείου, καθόλου ηρωική, απλά απαιτούσε ήθος και καθαρό μυαλό. Είχε ένα μπαούλο όπου φύλαγε αυτά τα χρήματα, και είχαν συγκεντρωθεί περίπου ένα εκατομμύριο σημερινά ευρώ, αν οι υπολογισμοί μου ήταν σωστοί. Στην υποχώρηση έπρεπε να μεταφέρει αυτό το μπαούλο στην Αθήνα.
Κι έτσι, αυτός ο άνθρωπος που δεν είχε ρίξει ούτε μια σφαίρα, που ήταν ένας νεαρός δίχως μεγάλη αίσθηση ευθύνης, μετατράπηκε από την μια στιγμή στην άλλη σε έναν ήρωα, σε ένα υπόδειγμα ηθικής ακεραιότητας, που πέρασε χίλια βάσανα μέχρι να καταφέρει να επιτελέσει την αποστολή του, για την οποία, σημειωτέον, δεν είχε ενημερωθεί κανείς. Θα μπορούσε να πάρει τα χρήματα και μετά τον πόλεμο να γίνει πάμπλουτος. Αντί γι' αυτό ρισκάρισε τη ζωή του, έκανε το καθήκον του στο ακέραιο και ποτέ δε ζήτησε κανενός είδους ανταμοιβή γι' αυτό.
Έτσι έγινε με όλους τότε. Απλοί καθημερινοί άνθρωποι που απλά και μόνο έκαναν αυτό που έπρεπε να κάνουν. Ήταν άραγε όλοι ήρωες; Όσοι συμμετείχαν και οργάνωσαν αργότερα την αντίσταση, ήταν Μπουμπουλίνες και Κολοκοτρώνηδες;
Θεωρώ πως αν το δει κανείς υπό το πρίσμα των συνθηκών εκείνης της εποχής αυτό ήταν μάλλον φυσικό. Πιστεύω πως και σήμερα θα συνέβαινε κάτι ανάλογο αν ας πούμε, η κυβέρνηση αποφάσιζε να επιβάλλει ένα φόρο 50% στα εισοδήματά μας. Τότε τα κόμματα της αντιπολίτευσης θα έστελναν ανθρώπους σε όλη τη χώρα να οργανώσουν κάποιες αντιδράσεις. Κάπως έτσι έγινε και τότε.
Η κατάσταση, φυσικά, εκείνες τις μέρες, ήταν σίγουρα πολύ διαφορετική. Όλοι ήξεραν ότι είχαμε χάσει τον πόλεμο και στο διοικητήριο δεν υπήρχε Έλληνας, αλλά Ιταλός διοικητής. Φυσικά, ο φόβος θα ήταν μεγαλύτερος, όμως, για την πρώτη συνάντηση και, αν το θέμα δεν διέρρεε, κανείς δεν θα μπορούσε να τους κατηγορήσει για τίποτα. Το ίδιο και αν κάποιος από αυτούς πήγαινε στις Κορυσχάδες, τους Γοριανάδες, στην Βίνιανη και σ’ οποιοδήποτε άλλο χωριό για να οργανώσει τις τοπικές επιτροπές.
Το μόνο που είχαν να κάνουν ήταν ένα ταξίδι, να φάνε σ’ ένα σπίτι, να πουν δυο λόγια. Οι συνθήκες ήταν τέτοιες που και την απόφαση έκαναν εύκολη και τις κινήσεις καθιστούσαν επιβεβλημένες.
Όμως, το ένα φέρνει τ’ άλλο και, όταν στήθηκε το δίκτυο, όταν όλο και περισσότεροι άνθρωποι εντάχθηκαν σ’ αυτό και ενημερώθηκαν, τότε σίγουρα θα μπήκαν στο παιχνίδι και τα μεγάλα λόγια, και η εθνική συνείδηση και η έξαρση του πατριωτισμού. Τότε, σίγουρα, θα ήταν απαίτηση της οργάνωσης η σύσταση ένοπλου τμήματος, γιατί ασφαλώς ο πόλεμος δεν είχε σταματήσει. Και τότε, πάλι, κάποιος με λίγο θάρρος παραπάνω, ίσως κάποιος που δεν είχε πολλά να διακινδυνεύσει, ίσως κάποιος με στρατιωτική εκπαίδευση και γνώση θα πήρε την πρωτοβουλία.
Ας δούμε, λοιπόν, ποιο ήταν το υπόβαθρο των ανθρώπων που εντάχθηκαν πρώτοι σ’ αυτά τα στρατιωτικά σώματα; Ήταν χωριάτες, αγράμματοι που, αν είχαν ακούσει κάτι για τον Πλάτωνα ή τον Αριστοτέλη, θα ήταν τόσο ασαφές και ξένο, όσο και μια ξένη γλώσσα. Εντούτοις, ως μικρά παιδιά, θα είχαν ακούσει ιστορίες για τον παππού που πολέμησε το 1912 για να ελευθερωθεί η Μακεδονία και, πιθανώς, να σκοτώθηκε εκεί.
Δίπλα στο τζάκι, στα στενόχωρα δωμάτια που κοιμόταν όλη η οικογένεια, η γιαγιά τους θα τους είχε πει ιστορίες για το Μαρμαρωμένο Βασιλιά, την Κωνσταντινούπολη, την Κόκκινη Μηλιά, τον Κατσαντώνη και τους κλέφτες του 1821. Κι ας μην ξεχνούμε ότι οι ιστορίες αυτές ήταν ζωντανές, οι άνθρωποι για τους οποίους μιλούσαν είχαν κινηθεί στον ίδιο τόπο, στα ίδια βουνά.
Με την εθνοκεντρική διδασκαλία του Μεταξά και της δικτατορίας που είχε προηγηθεί, θα είχαν ακούσει, επίσης, για τον σπουδαίο «3ο Ελληνικό Πολιτισμό», του οποίου ήταν μέλη. Συνεπώς, οποιοσδήποτε «διαφωτιστής» του ΚΚΕ είχε έδαφος να δουλέψει, προσθέτοντας πινελιές για κοινωνική δικαιοσύνη και λαϊκή κυριαρχία, και το κυριότερο, υπόσχεση για περισσότερο φαγητό, που έλλειπε απ’ όλους.
Με λίγα λόγια, η πιεστική κατάσταση που είχαν διαμορφώσει οι κατακτητές με την έλλειψη βασικών ειδών πρώτης ανάγκης, οδήγησε στην πρώτη απόφαση για ένταξη στην Αντίσταση. Από εκεί και μετά όλα ήταν αναπόφευκτα. Και οι μάχες και τα σαμποτάζ και τα παράνομα φυλλάδια και τα υπαίθρια νοσοκομεία.
Μιλώντας για έργα και «κλέη ανδρών», κατά τον Ηρόδοτο, συνηθίζουμε να αφήνουμε τις γυναίκες απ’ έξω. Εντούτοις, εκείνες ήταν ακόμη περισσότερο ηρωίδες. Γιατί από αυτές ζητήθηκε να ζυμώσουν χιλιάδες καρβέλια, συμμετέχοντας σε οργανώσεις ανεφοδιασμού, να κρύψουν στα σπίτια τους αντάρτες διακυβεύοντας τη ζωή τους και τη ζωή των παιδιών τους, να σιωπήσουν για τις δραστηριότητες των συζύγων τους, να ξεπροβοδίσουν γιους που έβγαιναν στο αντάρτικο, φοβούμενες, περισσότερο εκείνες από τους ίδιους, ότι υπήρχε πιθανότητα να μην τους ξαναδούν.
Με όσα προηγήθηκαν, έγινε ίσως κατανοητό ότι οι καταστάσεις είναι εκείνες που επιβάλλουν τις εξαιρετικές πράξεις. Για το λόγο αυτό ακριβώς, είναι ανόητο να υποστηρίζει κάποιος ότι σήμερα «οι νέοι, θολωμένοι από τους υπολογιστές, δεν είναι άξιοι για τίποτα». Όταν η ανάγκη είναι πιεστική, πάντα κάποιος θα κάνει «το κάτι παραπάνω». Ένα απλό μικρό βήμα. Αυτός θα βρει έναν ακόμη κι εκείνος άλλον ένα. Και στο τέλος το αποτέλεσμα μπορεί να είναι τόσο μεγάλο όσο η προσπάθεια απελευθέρωσης ενός λαού, ή, έστω, η αισιόδοξη αντιμετώπιση μιας οικονομικής κρίσης!

Εκείνο που χρειάζεται είναι απλά η αίσθηση της ιστορικής συνέχειας και η γνώση ότι η κοινότητα στην οποία μετέχουμε, έχει ξανακάνει παρόμοιους αγώνες. Και δεδομένου ότι για την Ελλάδα αυτό αποτελεί σταθερή συνθήκη, τόσο ο Χρήστος όσο και ο Βαγγέλης, άδικα στενοχωρήθηκαν χτες που δεν έγινε η παρέλαση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου